σωφρονίζομαι

σωφρονίζομαι
σωφρονίζω
recall
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωφρονίζομαι — σωφρονίζομαι, σωφρονίστηκα, σωφρονισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • γνωστεύω — (Α γνωστεύω) [γνώστης] Ι. πιστοποιώ, βεβαιώνω·|| νεοελλ. γνωστικεύω II. παθ. γνωστεύομαι νεοελλ. βάζω γνώση, σωφρονίζομαι αρχ. επιβεβαιώνομαι, πιστοποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …   Dictionary of Greek

  • φρονιμεύω — φρονιμεύομαι, ΝΑ [φρόνιμος] γίνομαι φρόνιμος, σωφρονίζομαι νεοελλ. γίνομαι εγκρατής …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԵՍՏԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0028 Chronological Sequence: 6c, 8c, 12c չ. σωφρονίζομαι modestus fio. Զգաստանալ. պարկեշտանալ. բարւոք քաղաքավարիլ. *Նովաւ համեստանան ծերք նոցա յիմաստութիւն. Եղիշ. ՟Ը: *Առաքելական խրատուքն համեստանալ. Սարգ. ՟ա. պետր. ՟Ե: *Իբրեւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՂՋԱԽՈՀԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0512 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 14c չ. որ եւ ՈՂՋԱԽՈՀԻՄ. σωφρονίζομαι, σωφρονέω sobrius sum, resipisco. Զգօնանալ. զգաստանալ. խելաբերիլ. պարկեշտանալ. եւ Կուսակրօն լինել. պարկեշտնալ, խելքը գլուխը գալ. *Մինչեւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”